- πουτανιά
- η1) проституция; 2) подлость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πουτανιά — η, Ν 1. τρόπος συμπεριφοράς, πράξη που ταιριάζει σε πουτάνα 2. συνεκδ. απιστία, ανήθικη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουτάνα + κατάλ. ιά (πρβλ. ανθρωπ ιά)] … Dictionary of Greek
πουτανιά — η 1. η ιδιότητα της πόρνης. 2. πράξη που ταιριάζει μόνο σε πόρνη. 3. δόλια συμπεριφορά, απάτη, ασυνέπεια σκόπιμη, απιστία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)